μόναρχος

μόναρχος
μόναρχος
a sole ruler μ]όναρχον Κικόνων (supp. Lobel: i. e. Diomedes) fr. 169. 10.
b adj., of monarchyσκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • μόναρχος — monarch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχοις — μόναρχος monarch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg μονάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχους — μόναρχος monarch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχων — μόναρχος monarch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχῳ — μόναρχος monarch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνάρχοισι — μόναρχος monarch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούναρχοι — μόναρχος monarch masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούναρχον — μόναρχος monarch masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”